- γλανίδι
- το (Α γλανίς και γλάνις, η)ονομασία τού ψαριού Παρασίλουρος ο αριστοτέλειοςνεοελλ.γλανός*, γουλιανός.[ΕΤΥΜΟΛ. γλανίδι είτε απ' ευθείας < γλανίς, γλάνις είτε < υποκορ.* γλανίδιον (< γλανίς, γλάνις). Με τη σειρά του το γλανίς, γλάνις προήλθε < αρχ. γλάνος* «ύαινα», ονομασία που οφείλεται πιθ. στην αδηφαγία αυτού τού ψαριού].
Dictionary of Greek. 2013.